θεσμολογώ
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
θεσμολογῶ, -έω (Μ)
απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λογώ (< λόγος), πρβλ. ασματολογώ, δευτερολογώ, πιθανό- λογώ].