ιερόψυχος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
ἱερόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, σκληρόψυχος].
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ἱερόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, σκληρόψυχος].