θυλάκιο

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

το (Α θυλάκιον)
μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι
νεοελλ.
1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων
2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών οργάνων του σώματος
αρχ.
η θήκη του σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κελύφιον, ωτίον)].