ιδιόκριτος
From LSJ
Greek Monolingual
ἰδιόκριτος, -ον (Α)
ιδιόρρυθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιάκριτος, άκριτος].
ἰδιόκριτος, -ον (Α)
ιδιόρρυθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιάκριτος, άκριτος].