ιριδοειδής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές
ιριδόχρους, αυτός που έχει τα χρώματα της ίριδας, αυτός που μοιάζει με την ίριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -ειδής (< είδος), πρβλ. βελονοειδής, χελιδονοειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/λεως].