καλαμαράς

From LSJ
Revision as of 18:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

ο (Μ καλαμαράς)
νεοελλ.
1. (με ειρων. κυρίως σημ.) άνθρωπος της πέννας, που έχει διαρκώς μαζί του μελανοδοχείο και πέννα, γραφιάς, γραμματικός, γραμματισμένος, λόγιος, μορφωμένος
2. φρ. «κόμμα τών καλαμαράδων» — το πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κατά την Επανάσταση του 1821 και του οποίου τα περισσότερα μέλη ήταν λόγιοι, καλαμαράδες
μσν.
αυτός που κατασκευάζει μελανοδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. ψαράς, ψωμάς)].