Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Full diacritics: κακόπνους | Medium diacritics: κακόπνους | Low diacritics: κακόπνους | Capitals: ΚΑΚΟΠΝΟΥΣ |
Transliteration A: kakópnous | Transliteration B: kakopnous | Transliteration C: kakopnous | Beta Code: kako/pnous |
-ουν, contr. for κακόπνοος.
κακόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που αναπνέει με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. βραδύπνους, ηδύπνους].