καλοποιός

Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

όν, A making beautiful, c. gen., τὸ δίκαιον κ. τῆς ψυχῆς Procl.in Alc. p.327C.; creating beauty, Dam.Pr.33, Cat.Cod.Astr.7.101, PMag. Leid.V.9.3; cf. καλλοποιός.

German (Pape)

[Seite 1313] schön, gut handelnd.

Greek Monolingual

καλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αγαθοποιό επίδραση
2. αυτός που δημιουργεί κάλλος, ωραιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, μικροποιός.