καρποφυώ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
καρποφυῶ, -έω (Α)
παράγω καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φυῶ (< -φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθοφυώ, δενδροφυώ].