δενδροφυώ

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

δενδροφυῶ (-έω) (Α) δενδροφυής
(για τόπο) ευνοώ τη βλάστηση και ανάπτυξη δένδρων.