σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
δενδροφυῶ (-έω) (Α) δενδροφυής(για τόπο) ευνοώ τη βλάστηση και ανάπτυξη δένδρων.