καλλίπρωρος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Übertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.
Greek Monolingual
καλλίπρῳρος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. μελάμπρῳρος, χρυσόπρῳρος).