κηροχύτης

From LSJ
Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ο
ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη του κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιοχύτης, νεροχύτης.