κιονοδετώ
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
ναυτ. περιστρέφω αλυσίδα ή παλαμάρι σε κιονίσκο πλοίου, κν. δένω στην μπίντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -δετῶ (< -δέτης < δέω (II) «δένω»), πρβλ. αγκυροδετώ, βιβλιοδετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].