στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
κοπροζάγαρος, ὁ (Μ)
κοπρόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ-ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. -αρος, πρβλ. παίδαρος, σκύλαρος)].