κοχλιοτροφείο
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
το
χώρος όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τροφείο (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφείο, ορνιθοτροφείο].