κρανιομαντεία
Greek Monolingual
η
μαντεία που γινόταν με λεπτομερή και επισταμένη εξέταση του κρανίου και που ήταν στενά συνδεδεμένη με την κρανιολατρεία και αρκετά διαδεδομένη σε πολλούς ανατολικούς λαούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -μαντεία (< μαντεία), πρβλ. αριθμομαντεία, πυρομαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάννη Φιλήμονα].