κριοκέρατος
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
ον, A with ram's horns, θεός Ps.- Callisth.1.8.
Greek Monolingual
κριοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβοκέρατος, οξυκέρατος].