κριοκέρατος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
κριοκέρατον, with ram's horns, θεός Ps.- Callisth.1.8.
Greek Monolingual
κριοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβοκέρατος, οξυκέρατος].