κωλοτομώ
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
κωλοτομῶ, -έω (Α)
κόβω κλαδιά ή θερίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + -τομῶ (< -τόμος < τόμος), πρβλ. υλοτομώ].