Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
κωλοτομῶ, -έω (Α)κόβω κλαδιά ή θερίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + -τομῶ (< -τόμος < τόμος), πρβλ. υλοτομώ].