κωλοτομώ

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

κωλοτομῶ, -έω (Α)
κόβω κλαδιά ή θερίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + -τομῶ (< -τόμος < τόμος), πρβλ. υλοτομώ].