λεχώος

From LSJ
Revision as of 19:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λεχώϊος, -ον, θηλ. και λεχωϊάς)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο της λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» — λεχώνα, Νόνν.
β. «λεχώϊα δῶρα» — τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον
ο τόπος όπου γεννά μια γυναίκα («Ῥείης... λεχώϊον», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεχώος < λεχώ-ϊος < λεχώ + -ιος. Το θηλ. λεχωϊάς, με επίθημα -ιάς, -ιάδος (πρβλ. γενεθλιάς, λειμωνιάς)].