λιθοκέφαλος

Revision as of 08:00, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A with a stone in its head, χρέμυς Arist.Fr.294.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem, hartem Kopfe, Fische, Arist. bei Ath. VII, 305 d.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, χρέμυς Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.

Greek Monolingual

λιθοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλιλιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκέφᾰλος: с твердой как камень головой (sc. ἰχθύς Arst.).