Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
-η, -ο αυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό. [ΕΤΥΜΟΛ.<λοιμός+ -βλητος (<βάλλω), πρβλ. απυρό-βλητος, μυρό-βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν].