λογοκρισία

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η
ο ασκούμενος από ειδική κρατική υπηρεσία προληπτικός έλεγχος στο περιεχόμενο εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας καθώς και τών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censure, και μαρτυρείται από το 1826 στον Αδαμάντιο Κοραή].