λογοκρισία

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

η
ο ασκούμενος από ειδική κρατική υπηρεσία προληπτικός έλεγχος στο περιεχόμενο εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας καθώς και τών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censure, και μαρτυρείται από το 1826 στον Αδαμάντιο Κοραή].