λυχνοκαυτώ
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, -έω (Α)
καίω λύχνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< -καυτος < καίω), πρβλ. ολοκαυτώ].