ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
μελανοπώγων, ὁ (Μ)αυτός που έχει μαύρη γενειάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανοπώγων)].