κυανοπώγων
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα
2. προσωνυμία του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγοπώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barbe-bleu
μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].