μετεωροφρονώ
From LSJ
Greek Monolingual
μετεωροφρονῶ, -έω (Α)
σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλοφρονώ].
μετεωροφρονῶ, -έω (Α)
σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλοφρονώ].