μελάγχυλος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχῡλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα χυλόν, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt: Mss. τ. 2, σ. 182.
Greek Monolingual
μελάγχυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύχυλος, ολιγόχυλος)].