ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
-ές
χημ. μονατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σθένος (πρβλ. δισθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].