χρίστης
From LSJ
English (LSJ)
χρίστου, ὁ,
A white-washer, Hsch. s.v. κονιαταί.
II stucco-maker, Steph.in Hp.2.397 D.
German (Pape)
[Seite 1377] ὁ, der Anstreicher, Färber, Tüncher, Weißer.
Greek (Liddell-Scott)
χρίστης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιχρίων δι’ ἀσβέστου, ἀσπριστής, Ἡσύχ. ἐν λ. κονιαταί.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.)
2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ-χρισ-α) + κατάλ. -της].