Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
-α, -ο, Ν
1. ωτικός («ωτιαίοι μύες»)
2. φρ. «ωτιαία σάλπιγγα»
ανατ. η ευσταχειανή σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. νωτιαίος)].