Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσόβιος

From LSJ
Revision as of 19:17, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόβῐος Medium diacritics: ἰσόβιος Low diacritics: ισόβιος Capitals: ΙΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: isóbios Transliteration B: isobios Transliteration C: isovios Beta Code: i)so/bios

English (LSJ)

ον, A holding office for life, γραμματεύς IGRom.4.1675 (Belevi).

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρόβιος, ηδύβιος].