ἡμίπλαστος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
German (Pape)
[Seite 1169] halb geformt, Sp.
Greek Monolingual
ἡμίπλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύπλαστος, πρωτόπλαστος].