ζωοθηρία
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ, (ζῳο-) chasing living creatures, Pl.Sph.223b.
Greek Monolingual
ζωοθηρία, ἡ (Α)
το κυνήγι που γίνεται με σκοπό τη σύλληψη ζωντανών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -θηρία (< -θηρος < θηρ), πρβλ. ανθρωποθηρία, φιλοθηρία].