θαλαμαῖος
From LSJ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
Full diacritics: θᾰλᾰμαῖος | Medium diacritics: θαλαμαῖος | Low diacritics: θαλαμαίος | Capitals: ΘΑΛΑΜΑΙΟΣ |
Transliteration A: thalamaîos | Transliteration B: thalamaios | Transliteration C: thalamaios | Beta Code: qalamai=os |
ον, shut up, kept at home, γυνή Ph.2.297.
θαλαμαῖος, -αία, -ον (Α)
ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -αιος (πρβλ. αγωγαίος, οδαίος).