καλότροπος

Revision as of 00:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, well-mannered, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

καλότροπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλότροπος, -ον)
αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. ιδιότροπος, ποικιλότροπος].