καλότροπος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότροπος Medium diacritics: καλότροπος Low diacritics: καλότροπος Capitals: ΚΑΛΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: kalótropos Transliteration B: kalotropos Transliteration C: kalotropos Beta Code: kalo/tropos

English (LSJ)

καλότροπον, well-mannered, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

καλότροπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλότροπος, -ον)
αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. ιδιότροπος, ποικιλότροπος].