καριδίτσα
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
καριδίτσα, ἡ (Μ)
(με ειρωνική διάθεση) γαριδούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. γλωσσίτσα, πεταλουδίτσα)].