κληρουργία
From LSJ
δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
English (LSJ)
ἡ, inheritance, Sm.Ru.4.7.
Greek Monolingual
κληρουργία, ἡ (Α)
κληρονομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -ουργία (< -ουργός < -Fοργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργία, στιχουργία].