λεοντηδόν
English (LSJ)
Adv.like a lion, LXX 2 Ma.11.11.
German (Pape)
[Seite 28] nach Löwenart, wie Löwen, Maccab.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντηδόν: κατὰ τρόπον λέοντος ἢ λεόντων, Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 11.
Greek Monolingual
λεοντηδόν (Α)
επίρρ. σαν λιοντάρι, γενναία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, κρουνηδόν)].