λεοντηδόν

Revision as of 02:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv.like a lion, LXX 2 Ma.11.11.

German (Pape)

[Seite 28] nach Löwenart, wie Löwen, Maccab.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντηδόν: κατὰ τρόπον λέοντος ἢ λεόντων, Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 11.

Greek Monolingual

λεοντηδόν (Α)
επίρρ. σαν λιοντάρι, γενναία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, κρουνηδόν)].