κρουνηδόν

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουνηδόν Medium diacritics: κρουνηδόν Low diacritics: κρουνηδόν Capitals: ΚΡΟΥΝΗΔΟΝ
Transliteration A: krounēdón Transliteration B: krounēdon Transliteration C: krounidon Beta Code: krounhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a spring, gushing, spurting, LXX 2 Ma.14.45, Ph.2.96, Harp.Astr.in Cat.Cod. Astr.8(3).136.

German (Pape)

[Seite 1514] nach Art eines Quells, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς κρουνόν, ἀφθόνως ῥέων, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 45), Φίλων 2. 26.

Greek Monolingual

(AM κρουνηδόν)
επίρρ. σε άφθονη ροή ή σε μεγάλη ποσότητα όπως ο κρουνός («φερομένων κρουνηδόν τών αιμάτων», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, σωρηδόν)].