κρουνηδόν
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
Adv. like a spring, gushing, spurting, LXX 2 Ma.14.45, Ph.2.96, Harp.Astr.in Cat.Cod. Astr.8(3).136.
German (Pape)
[Seite 1514] nach Art eines Quells, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς κρουνόν, ἀφθόνως ῥέων, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 45), Φίλων 2. 26.
Greek Monolingual
(AM κρουνηδόν)
επίρρ. σε άφθονη ροή ή σε μεγάλη ποσότητα όπως ο κρουνός («φερομένων κρουνηδόν τών αιμάτων», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, σωρηδόν)].