ἱππωνία

Revision as of 19:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. ἱππωνίη, ἡ, A buying of horses, Id.Eq.Mag.1.12 (with v.l. ἱππωνεία, which is found in codd. of Eq.1.1,3.1), Poll.1.182. II tax on sale of horses, SIG4 (Cyzicus, vi B.C.).

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, = ἱππωνεία, Poll. 1, 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππωνία: ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, Πολυδ. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

Greek Monolingual

η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη)
η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό
αρχ.
φόρος για την πώληση ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῦμαι), πρβλ. βοωνία, ελαιωνία].