ἰσόβιος

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόβῐος Medium diacritics: ἰσόβιος Low diacritics: ισόβιος Capitals: ΙΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: isóbios Transliteration B: isobios Transliteration C: isovios Beta Code: i)so/bios

English (LSJ)

ον, holding office for life, γραμματεύς IGRom.4.1675 (Belevi).

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρόβιος, ηδύβιος].