κνηκάνθιον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
τό, = κνῆκος, Ps.-Democr.ap Zos.Alch.p.160B.
Greek Monolingual
κνηκάνθιον, τὸ (Α)
το φυτό κνήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -άνθιον (< ἄνθος), πρβλ. σχοινάνθιον, φυλλάνθιον].