ορειφοίτης
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ουρανοφοίτης.