κύλισις
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
English (LSJ)
εως, ἡ, A rolling, especially of athletes in the dust after anointing, Arist.Ph.201a18, Metaph.1065b19; opp.βάδισις, Id.Ph.227b18. II revolution in an orbit, Id.Cael.290a10. III roll, parcel, ἱματίων PSI4.428.37 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1529] ἡ, das Wälzen, Arist. Metaph. 10, 9; bei Plut. Symp. 2, 4 ist παγκρατίου τὸ περὶ τὰς κυλίσεις ein Ringen im Liegen auf dem Boden u. Wälzen.
Greek (Liddell-Scott)
κύλῑσις: -εως, ἡ, τὸ κυλίεσθαι, ἰδίως ἐπὶ ἀθλητῶν κυλιομένων ἐπὶ τῆς κονίας, ἀφοῦ πρῶτον ἀλείψωσι τὰ ἑαυτῶν σώματα δι’ ἐλαίου, Ἀριστ. Φυσ. 3. 1, 6., 5. 4, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 9, 3· πρβλ. κυλιστικός. ΙΙ. κίνησις περιστροφικὴ ἐν κύκλῳ, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 8, 8.
Russian (Dvoretsky)
κύλισις: εως (ῠ) ἡ
1) катание, перекатывание Arst., Plut.;
2) круговращение (sc. τῶν ἄστρων Arst.).