Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
subs.
Confusion: P. and V. ἔκπληξις, ἡ, θόρυβος, ὁ, P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
Fear: P. and V. φόβος, ὁ, δεῖμα, τό, δέος, τό, ὀρρωδία, ἡ, V. τάρβος, τό.