θυρσόλογχος

From LSJ
Revision as of 06:17, 4 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσόλογχος Medium diacritics: θυρσόλογχος Low diacritics: θυρσόλογχος Capitals: ΘΥΡΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: thyrsólonchos Transliteration B: thyrsolonchos Transliteration C: thyrsologchos Beta Code: qurso/logxos

English (LSJ)

ὁ,
A thyrsus-lance, thyrsus-shaped spear, Callix. 2.
II as adjective, θυρσόλογχα ὅπλα thyrsus-like arms, Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα θυρσόλογχα θεῶν Strab. I, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσόλογχος: ἡ, λόγχη ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.

Greek Monolingual

θυρσόλογχος, -ον (Α)
1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.)
2. το αρσ. ως ουσ.θυρσόλογχος
λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά-λογχος, χρυσό-λογχος].